ΚΑΖΙΝΟ, ΜΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Μια μικρή ιστορία του προσφυγικού Συνοικισμού Χαλανδρίου

Ο Συνοικισμός αρχικά μοιάζει με στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου έχουν εγκατασταθεί κάποια προχειροφτιαγμένα, ελάχιστων διαστάσεων οικήματα, μέσα σε μια μισο-ελώδη περιοχή που συχνότατα πλημμυρίζει, και σε απόσταση από τον κυρίως οικισμό του Χαλανδρίου για να βρίσκονται οι πρόσφυγες όσο το δυνατόν σε απομόνωση. Καθώς όμως τα οικήματα βρίσκονται μέσα σε ατομικές μικροϊδιοκτησίες, γίνονται συχνές παρεμβάσεις και μικροπροσθήκες από τους ίδιους τους πρόσφυγες και η εικόνα σταδιακά αλλάζει. Ο συνοικισμός μετατρέπεται σε μια όμορφη και γεμάτη ζωή λαϊκή γειτονιά. Με την έντονη αστικοποίηση όλου του Χαλανδρίου την δεκαετία του’60 διογκώνεται και γειτνιάζει όλο και περισσότερο στον κυρίως οικισμό. 


Ο προσφυγικός Συνοικισμός 60 χρόνια πριν

Χωματόδρομοι χωρίς ηλεκτροφωτισμό. Τις νύχτες του καλοκαιριού μετράς αστέρια και χαζεύεις τη χρυσή ουρά του γαλαξία. Τις μέρες, ακόμα και κάποιες χειμωνιάτικες, τραπεζάκια και καρέκλες έξω απ’ τα μικρά προσφυγικά, οι άνθρωποι πίνουν τον καφέ τους και συζητάν με τους γείτονες στο απέναντι πεζοδρόμιο. Δεν διανοείται να περάσει κανείς και να μην πει μια καλημέρα έστω και στα πεταχτά. Στην μια άκρη, την Καρελά, σημερινό κέντρο του Συνοικισμού, το καφενείο του κυρ-Αντώνη, αρχικά αποκλειστικά για άντρες, αργότερα γίνεται και σουβλατζίδικο με ανάμεικτη πελατεία. Στην άλλη άκρη, μετά από μια άδεια έκταση χωρίς σπίτια, που φιλοξενεί μια μεγάλη αλάνα όπου παίζουν τα παιδιά, αλλά και κάποια βοσκοτόπια, το μπακάλικο του κυρ-Σκούληκα, με 2-3 τραπεζάκια απ’ έξω για κάποιους παππούδες που πίνουν πότε-πότε το ουζάκι τους με λίγους φτωχικούς μεζέδες. Όλα τα σπίτια έχουν λουλούδια, πασχαλιές, αγριοτριανταφυλλιές, μυρωδάτα άσπρα γιασεμιά. Στα νεώτερα σπίτια υπάρχουν και γεράνια (που οι πρόσφυγες δεν καταδέχονται και τα λένε «σαρδέλλες»!), αλλά και πανέμορφα γαλάζια γιασεμιά και μπουκαμβίλιες. Στην αλάνα παίζουν τα παιδιά, ανάμεσα σε κατακίτρινες μαργαρίτες το καλοκαίρι, και μέσα στο κοκκινόχωμα που γίνεται λάσπη το χειμώνα, και πρέπει να φοράν γαλότσες.

Στη μέση βρίσκεται το σιδεράδικο του κυρ-Βαγγέλη του Τσακιρίδη, ζωντανή ιστορία και συνείδηση του Συνοικισμού. Από κείνους τους παλιούς αριστερούς, τους χωρίς κανένα πανεπιστημιακό χαρτί, και μ’ ένα χειρωνακτικό επάγγελμα που απαιτεί πολύ κόπο, με τεράστια κουλτούρα, μπορείς να συζητήσεις για τα πάντα μαζί τους, αλλά κουβαλούν και την ιστορία της περιοχής, απ’ την εποχή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και την προσπάθεια οι άνθρωποι να μην αλληλοεξοντώνονται για ένα κομμάτι ψωμί, αλλά να ζήσουν με αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια.

Αυτή η αλληλεγγύη είναι παρούσα και ζωντανή και στη δεκαετία του ’60, σε κάθε έκφραση της ζωής. Τα κλειδιά είναι πάντα απ’ έξω, σ’ όλη τη διάρκεια της μέρας. Οι αυλόπορτες πάντα ανοιχτές. Καθώς η γειτονιά μεγαλώνει, υποδεχόμενη παλιούς κυνηγημένους αριστερούς, στα φτηνά οικόπεδα που μπαίνουν στο σχέδιο, και χτίζονται σταδιακά με μονώροφα-διώροφα, τους υποστηρίζουν με διάφορους τρόπους οι παλιοί κάτοικοι. Σ’ όλη τη γειτονιά υπάρχουν μόνο 2 δεξιοί (γνωστοί σε όλους) που συνυπάρχουν αρμονικά με όλον τον αριστερό περίγυρο, παρ ‘ότι έχει παρεμβληθεί ο εμφύλιος. Το ίδιο και ο χωροφύλακας που δεν «δίνει» ποτέ κανέναν «καλός άνθρωπος» κατά τα λεγόμενα όλων).

Ο κυρ-Βαγγέλης, που τα σιδερικά του υπάρχουν σ’ όλα τα σπίτια της γειτονιάς απ’ τη 10ετία του ’60 και μετά, ίσως και από νωρίτερα, έχει για υπάλληλο κάποιον με τυφλό παιδί. Χωρίς τη συνδρομή του κυρ-Βαγγέλη δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς να καταφύγει στη ζητιανιά. Αυτό θα πει αλληλεγγύη και όχι φιλανθρωπία. Ο άνθρωπος αυτός ζει με αξιοπρέπεια, μ’ έναν ανθρώπινο μισθό, προσφέροντας ό,τι μπορεί, όσο του επιτρέπει το σώμα του, και οι δυνάμεις που του απομένουν απ’ τα οικογενειακά του καθήκοντα.

Μανάβικο δεν υπάρχει. Περνάει ο μανάβης με καρότσι που το σέρνει γαϊδουράκι. Ο ίδιος συμβουλεύει τους νέους αριστερούς εποίκους σε ποιο περίπτερο απ’ τα δύο μπορούν να πηγαίνουν χωρίς πρόβλημα να αγοράζουν την Αυγή (μοναδική τότε αριστερή εφημερίδα), τυλιγμένη φυσικά μέσα στο Βήμα ή τα Νέα. Ο μετεμφυλιακός τρόμος είναι φυσικά πανταχού παρών, ακόμα και στο Συνοικισμό. Το άλλο περίπτερο «δίνει». Πολύ δύσκολα ωστόσο έστεκε μέχρι πολύ πρόσφατα στη γειτονιά, ένας χαφιές.

Τις γαϊδάρες του μανάβη, τις πηγαίνει ο πατέρας του για πότισμα στην κεντρική πλατεία του Χαλανδρίου και τις φωνάζει (επίτηδες για προβοκάρισμα των δεξιών κατοίκων του κέντρου) με τα ονόματά τους. «Έλα Συναγωνίστριά μου εσύ, έλα Λαοκρατία μου». Και στο σκύλο που τις φυλάει «Λάϊκα, έλα εδώ».


Ο συνοικισμός 30 χρόνια πριν

Η γειτονιά έχει αρχίσει να αλλάζει θεαματικά. Τα πάντα είναι ηλεκτροφωτισμένα και οι δρόμοι ασφαλτοστρωμένοι. Οι αλάνες και τα βοσκοτόπια απ’ την Μαυρομιχαλαίων μέχρι την Ριζάρειο γεμίζουν σιγά-σιγά πολυκατοικίες και νέους εποίκους, που δεν είναι βέβαια οι παλιοί κυνηγημένοι αριστεροί, αλλά όπως τους φώναζαν οι παλιοί κάτοικοι κάθε ηλικίας, «νεόπλουτοι» και «φλώροι». Αργούν αρκετά να ενταχθούν και δεν εντάσσονται όλοι βέβαια. Το περιβάλλον ωστόσο του Συνοικισμού, είναι καθοριστικό, ειδικά για τα παιδιά των νέων εποίκων. Και πολιτικά, αλλά και από άποψη αλληλεγγύης και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. 

Τη 10ετία του ’90, κάποια κυρία χτίζει σ’ ένα παλιό βοσκοτόπι πολυώροφη πολυκατοικία, με πάρκινγκ στο υπόγειο (που όλοι της λένε ότι θα πλημμυρίσει με νερά) για να προσελκύσει νεόπλουτους ενοικιαστές. Το αποτέλεσμα είναι να πλημμυρίζει όλη η γειτονιά με τα νερά του υπογείου της, ενώ τελικά ένα διαμέρισμα νοικιάζεται σε επιχείρηση-πορνείο, που φυλακίζει γυναίκες μετανάστριες. Κάποια απ’ αυτές προσπαθώντας να ξεφύγει, πηδάει από μπαλκόνι (2ου; 3ου; ορόφου), είναι τυχερή και δεν σκοτώνεται, την περιμαζεύουν οι παλιοί κάτοικοι του Συνοικισμού, πηγαίνει στην αστυνομία με τη βοήθεια και την υποστήριξή τους, καταγγέλλει τα γεγονότα και το πορνείο πολύ σύντομα κλείνει οριστικά. Κάποια στιγμή γίνεται προσπάθεια ληστείας σε κάποιο σπίτι, που οι ιδιοκτήτες του λείπουν διακοπές. Το παίρνουν χαμπάρι οι (αρκετά φτωχότεροι) γείτονες, μαζεύονται όλοι απ’ έξω, αρχίζουν να φωνάζουν ότι θα φωνάξουν την αστυνομία. Οι επίδοξοι ληστές πηδάν απ’ το μπαλκόνι, και το σκάνε κακήν κακώς, χωρίς να προλάβουν να πάρουν τίποτα. Θα περάσουν άλλα 20 χρόνια, για να ξαναγίνουν προσπάθειες ληστείας (πολλές επιτυχείς πλέον), στην περιοχή.


Ο «εκσυγχρονισμός» του Συνοικισμού δεν είναι εύκολος.

Πολιτικά, ένα κομμάτι της παλιάς αριστεράς, μετατοπίζεται προς το ΠΑΣΟΚ, ελπίζοντας αφ’ ενός παράλογα στην άμεση και αναίμακτη πραγματοποίηση του σοσιαλισμού («σοσιαλισμό στις 18»), και αφ’ ετέρου στο οριστικό τέλος του μετεμφυλιακού τρόμου. Το δεύτερο πραγματοποιείται, αλλά με αντάλλαγμα μια σταδιακή ενσωμάτωση, που δεν έχει τελειώσει ακόμα. Ωστόσο το μεγαλύτερο κομμάτι παραμένει αριστερό, με πολύπλευρες αναζητήσεις και ανησυχίες, και εδώ εντάσσονται και οι περισσότεροι μικρομεσαίοι νέοι κάτοικοι. Ένα σημαντικό μέρος φυσικά, παραμένει στο παλιό ΚΚΕ, επιθυμώντας την σιγουριά που παρέχει η παλιά ταμπέλα, και ο παλιός συντροφικός περίγυρος. Αλλά ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» έχει καταρρεύσει με πάταγο και οι Έλληνες θιασώτες του έχουν χάσει μεγάλο μέρος απ’ την αίγλη τους μετά την επαμφοτερίζουσα στάση τους στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Έτσι ένα άλλο κομμάτι, εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντικό, ψάχνει νέους δρόμους. Μια απ’ τις πιο γνωστές σ’ όλη την Αττική αυτόνομες αριστερές ομάδες στήνεται εδώ, στο Χαλάνδρι, η «Αντίσταση». Αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι του Συνασπισμού και μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερή του πτέρυγα, ψάχνει νέους δρόμους και σύντομα αναζητά τη συνεργασία. Ανεξάρτητα από την κατάληξή τους (σημερινή Δημαρχία Ρούσου), αυτές οι αναζητήσεις υπήρξαν πραγματικά ελπιδοφόρες και άνοιξαν ρωγμές στο πολιτικό σκηνικό. Ταυτόχρονα βέβαια κυοφορούνται και κάποιες ακροδεξιές ομαδούλες, με σχετικά περιορισμένη εμβέλεια, που αποκτούν όμως ένα σχετικά μόνιμο ακροατήριο. Οι ίδιες αυτές ομαδούλες, που σήμερα δημαγωγούν υπέρ του Καζίνο, και κάποιοι κάτοικοι του Συνοικισμού στήνουν ευήκοον ους, για το πώς το Καζίνο θα προσφέρει δουλεία σε όλους και πιθανές ευκαιρίες εύκολου πλουτισμού.

Ο Συνοικισμός, την ίδια εποχή αποκτά πολύβουο και ζωντανό κέντρο επί της οδού Καρελά, που ξεκινά από ένα, μόνιμα πλέον εγκατεστημένο, μανάβικο και τελειώνει στο σουβλατζίδικο του κυρ-Αντώνη και το διπλανό του περίπτερο. Δεν υπάρχει πλέον η λειτουργία του παραδοσιακού (μόνο για άντρες) καφενείου, και ο κυρ-Αντώνης μετατρέπεται και στο πολιτικό κέντρο του Συνοικισμού. Φιλοξενεί συχνά συνελεύσεις αριστερών ομάδων, συνδυασμένες με φτηνό φαγοπότι και ουζάκι. Βλέπετε ο περισσότερος κόσμος δεν δουλεύει ακόμα 10 με 12 ώρες τη μέρα, και δεν υφίστανται ακόμα οι διαδικτυακές συνελεύσεις.

Το κέντρο του Συνοικισμού περιλαμβάνει ακόμα διάφορα μικρομάγαζα και βιοτεχνίες, καθώς και ένα φαρμακείο, απαραίτητο πια στη γειτονιά.

Η ρεματιά σκεπάζεται, και ενώ γίνεται μια φυσική καταστροφή, που πολύ αργότερα θα αρχίσει να γίνεται αντιληπτή, ο Συνοικισμός κοκορεύεται ότι απέκτησε αθλητικές εγκαταστάσεις και παιδικές χαρές, κάτι που θα μπορούσε να έχει γίνει εύκολα και στις παλιές αλάνες, αντί να δοθούν τα πάντα αντιπαροχή για να πλουτίσουν εύκολα κάποιοι εργολάβοι.

Εκτός από τους «νεόπλουτους», «φλώρους», νέους εποίκους, τη 10ετία του ’90, ο Συνοικισμός γεμίζει και με μετανάστες, κυρίως Αλβανούς, που σιγά-σιγά εντάσσονται, αλλά πολιτικά, μάλλον στραβοβλέπουν προς τις ακροδεξιές, υπερεθνικιστικές ! ομάδες, και θεωρώντας εαυτόν αυτόχθονα, αντιμετωπίζουν με μίσος τις νέες ομάδες μεταναστών από Μέση Ανατολή και Αφρική. Ας είναι καλά ο ρατσισμός που αντιμετώπισαν οι ίδιοι από τους παλιούς πρόσφυγες που τους θεωρούσαν υπεύθυνους για την ανεργία και την πτώση των μεροκάματων, ξεχνώντας ότι και οι ίδιοι αντιμετωπίστηκαν με εξίσου μεγάλη κακία από τους παλιούς ντόπιους ως «τουρκόσποροι».

Κοινωνικά, υπάρχει ένα πολύβουο και πολυποίκιλο φυλετικά και ταξικά μίγμα. Οι μετανάστες κυρίως , συνήθως με εργατική προέλευση, γίνονται ένα είδος υπηρετικού προσωπικού, ή χαμηλά αμειβόμενων παιδιών για όλες τις δουλειές για τους παλιούς κατοίκους, σταδιακά επέρχεται η κοινωνική άνοδος κάποιων απ’ αυτούς σ’ ένα μικροαστικό στρώμα, ενώ εμφανίζεται και ένα στρώμα νέων μικρομεσαίων εποίκων, συχνά με την ιδιομορφία των διανοούμενων, και γι’ αυτό πάντα πολιτικά στα διάφορα αριστερά ρεύματα.

Γίνονται οι πρώτες μαθητικές καταλήψεις σχολείων, όπου η προσπάθεια ακροδεξιών γονιών να τις δυσφημίσουν, πετώντας μέσα άδειες σύριγγες ναρκωτικών, πέφτουν στο κενό, γιατί ακόμα οι γονείς υποστηρικτές των καταλήψεων είναι αρκετά πολυπληθέστεροι, και δημιουργούν φράγμα προστασίας για τους αγωνιζόμενους μαθητές. Δημιουργούνται φιλικά δίκτυα ανάμεσα σε κουκουέδες, Συριζαίους, ακροαριστερούς και αναρχικούς γονείς αλλά και αντίστοιχους μαθητές.

Είπαμε, ο «εκσυγχρονισμός» του Συνοικισμού είναι δύσκολος και με πολλά πισωγυρίσματα.


Ο προσφυγικός συνοικισμός σήμερα

Ο εκσυγχρονισμός έχει σχεδόν πλήρως ολοκληρωθεί. Δεν έχει μείνει σχεδόν κανένα άκτιστο οικόπεδο. Έχουν μείνει ελάχιστα από τα παλιά μονώροφα διώροφα, αλλά και ελάχιστα παλιά προσφυγικά. Τα περισσότερα από αυτά, ενωμένα ανά δύο, έχουν μετατραπεί κι αυτά σε στενόχωρες φτηνές πολυκατοικίες. Στη θέση του παλιού καφέ στο πεζοδρόμιο και της κουβέντας στο δρόμο, έχουν αρχίσει και εμφανίζονται ψηλές μεταλλικές αδιαφανείς μάντρες (για προστασία και ασφάλεια). Ανάμεσα στα άλλα και ένα «σπίτι θηλασμού». Παρά τις διάφορες φεμινιστικές ομάδες, «απελευθερώνονται» φαίνεται κάποιες μεσοαστές, ενώ κάποιες άλλες υποχρεώνονται να πουλήσουν σαν εμπόρευμα τις αναπαραγωγικές τους ικανότητες. Το παλιό κοινωνικό δίκτυο διαλύεται σιγά-σιγά, άπειροι άνθρωποι πάσης ηλικίας φαίνεται να έχουν μοναδική ή κύρια κοινωνική διέξοδο το σκύλο τους. Η γειτονιά άδειασε τελείως από τους παλιούς αλήτες σκύλους που τους φρόντιζαν λίγο-πολύ όλοι και έχει γεμίσει με σκυλιά του σαλονιού.

Έχουν αρχίσει και εμφανίζονται νέες, υποτίθεται μοντέρνες πολυκατοικίες γεμάτες γυαλί και μπετόν, άχρωμες και άοσμες, σαφώς προοριζόμενες για airBnB ή για γραφεία νέων μεγαλοεταιρειών, αγνώστου περιεχομένου. Ευτυχώς δεν έφτασε ακόμα στο συνοικισμό και το «θαύμα» της ρομποτικής αισθητικής, όπως διαφημίζεται από κάποιες ακροδεξιές φυλλάδες: ένα φριχτό – εφιαλτικό κατασκεύασμα με γυαλιστερά, μαύρα φουσκωτά μπαλκόνια που δίνουν την εντύπωση ότι εγκυμονούν (κινδύνους;), όπου φαίνεται ότι ήδη κάποιοι αφελείς έχουν αγοράσει ή νοικιάσει.

Υπάρχουν ωστόσο ξεφτίδια του παλιού κοινωνικού ιστού που επιμένουν να είναι εδώ. Ένα μικρό κομμάτι με παλιά προσφυγικά που επιμένουν. Επισκευάζονται, ξαναβάφονται και διατηρούνται με αγάπη και φροντίδα. Στις παιδικές χαρές ένα ζωηρό μείγμα από μετανάστες και ντόπιους, γονείς και παιδιά. Αν συμβεί κάποιο τροχαίο, οι άνθρωποι της γειτονιάς τρέχουν να συνδράμουν αυτούς που έχουν ανάγκη. Έχουμε πρόσφατη εμπειρία, από δικό μας τρομερό τροχαίο με μηχανή. Εμπειρία τραυματική, αλλά με μια έννοια και ελπιδοφόρα. Όταν βρεθήκαμε ημιαναίσθητοι με πολλαπλά τραύματα στην άσφαλτο (που γέμισε αίματα) καμιά 15αριά άνθρωποι από τα γύρω σπίτια (που δεν τους γνωρίζουμε) έτρεξαν κοντά μας φωνάζοντας «οι άνθρωποι… οι άνθρωποι». Μας πρόσφεραν πρώτες βοήθειες, φώναξαν την τροχαία για να μας συνδράμουν, αφού ήταν εμφανές ότι δεν είχαμε καμιά ευθύνη, αλλά και (το κυριότερο) το νοσοκομειακό για να μας περισώσουν, όσο ήταν δυνατόν.

Το πιο εντυπωσιακό ωστόσο, ήταν την περίοδο του μεγάλου εγκλεισμού με τον κορωνοϊό και την απαγόρευση κυκλοφορίας των αυτοκινήτων. Ξαφνικά φάνηκε ότι η πόλη υπάρχει ακόμα, και με την πρώτη ευκαιρία ανήκει ξανά στους κατοίκους της. Οι δρόμοι άδειασαν από αυτοκίνητα και γέμισαν από παιδικές φωνές, και οι πιλοτές, από κενοί χώροι επίδειξης ή πάρκινγκ, μετατράπηκαν σε αυλές, όπου στήνονταν ομαδικά γλέντια, με ψήσιμο στα κάρβουνα, μουσική, τραγούδια και χορό.

Ταυτόχρονα βέβαια, οι παλιοί μικροϊδιοκτήτες προσδοκούν σε εύκολο και γρήγορο πλουτισμό. Ή μέσω airBnΒ, ή μέσω κατασκευής στην περιοχή νέου πεζόδρομου (όχι για την κοινωνική του λειτουργία), για να προσελκύσει στην περιοχή νέα μαγαζιά και ν’ ανεβάσει τα νοίκια, ή μέσω του Καζίνο όπως σήμερα. Το τι θα συμβεί στην πραγματικότητα είναι μια άλλη υπόθεση.

Όλη η κοινωνική και ιδεολογική προετοιμασία για την υποδοχή του Καζίνο από τον Συνοικισμό με ανοιχτές αγκάλες φαίνεται να έχει γίνει. 


Ο προσφυγικός Συνοικισμός στην μετά Καζίνο εποχή

Η παλιά γειτονιά έχει πλήρως εξαφανιστεί. Στην Καρελά έχει απομείνει ένα μίγμα από πολυώροφα γιαπιά ή κτίρια που φιλοδοξούσαν να γίνουν ξενοδοχεία πολυτελείας (ή ρεστοράν πολυτελείας) από αφελείς ιδιοκτήτες που πείστηκαν

από την προπαγάνδα ότι το καζίνο θα φέρει τουρισμό. Τόσο οι οικοδομές αυτές όσο και κάποια παλιά χαμηλά σπίτια που ασφυκτιούν ανάμεσά τους, σαν να πνέουν τον επιθανάτιο ρόγχο, ξεπουλιούνται για ένα κομμάτι ψωμί.

Υπάρχει ασφυκτικά μεγάλη διερχόμενη κυκλοφορία σ’ όλη την περιοχή, καθώς οι κατασκευές και οι ρυθμίσεις για την εξυπηρέτηση του καζίνο έχουν πολλαπλασιάσει το μποτιλιάρισμα στην από πριν υπερφορτωμένη Κηφισίας και απελπισμένοι οδηγοί προσπαθούν να βρουν εναλλακτικές διαδρομές.

Όσοι απ’ τους παλιούς κατοίκους έχουν τη στοιχειώδη οικονομική άνεση, τρέχουν μακριά για να σωθούν. Όσοι παραμένουν, βρίσκονται συνέχεια αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας, με τους πλειστηριασμούς.

Άνθρωποι σπανίως εμφανίζονται. Η ανθρώπινη ζωή σαν να έχει εξαφανιστεί κάπου πέρα μακριά… Ωστόσο κάποιοι είναι απαραίτητοι στις διάφορες επιχειρήσεις του Καζίνο, σαν υπηρετικό προσωπικό, ιδιαίτερα χαμηλά αμειβόμενο και ευάλωτο κάθε στιγμή σε πιθανή απόλυση. Όσοι από τους παλιούς κατοίκους έχουν παραμείνει παίζουν αυτόν το ρόλο. Όποτε θεωρηθεί ότι η εξαθλίωσή τους ενοχλεί σαν εικόνα θα πεταχτούν έξω και ή θα στοιβαχτούν σε κάποιο άθλιο κατασκεύασμα που θα μοιάζει με φυλακή, κάπου καλά κρυμμένοι για να μην ενοχλούν, ή απλά ας βρουν κάπου μακριά κάποιο κατάλυμα, ας είναι και πάγκος πεζοδρομίου. Αρκεί να είναι πολυτελώς ντυμένοι την ώρα που υπηρετούν τους τζογαδόρους, τους ιδιαίτερα πλούσιους σ’ όλες τους τις ασχολίες, και τους υπόλοιπους που τρέχουν στο τζόγο για να σωθούν, την ώρα του τζόγου, για να τους θυμίζουν τη χλιδή που επιδιώκουν να αποκτήσουν μέσω του τζόγου… Όσοι απ’ τους παλιούς μικροϊδιοκτήτες προσδοκούσαν εύκολο και γρήγορο πλουτισμό, βγήκαν τραγικά γελασμένοι. Ο Συνοικισμός μαραζώνει και εξαθλιώνεται πλήρως, ενώ τα γραφεία των άσχετων με τουρισμό μεγαλοεταιρειών, αρπάζουν τις παλιές μικροϊδιοκτησίες για ένα κομμάτι ψωμί.

Ο σημερινός τουρισμός βλέπετε δεν έχει σχέση με τον σχετικά ήπιο τουρισμό της Ύδρας και των Κυκλάδων πολύ παλιότερα. Οι ξένες τουριστικές μεγαλοεταιρείες ελέγχουν πλήρως την οικονομική ζωή της πόλης, της χώρας… Με την μετατροπή της Αθήνας σε απόλυτο τουριστικό προορισμό, που προσφέρει πολλά αξιοθέατα και εύκολη πρόσβαση σε υπέροχες παραλίες, πολλοί πίστεψαν ότι τουλάχιστον αυτοί θα συμμετείχαν στο οικονομικό πάρτυ, κάτι που φυσικά είναι αδιανόητο για τους τουριστικούς κολοσσούς να επιτρέψουν.

Αν όμως οι παραλίες καταστραφούν σύντομα από τις ανεμογεννήτριες και τα γιοτ, και τα αξιοθέατα καταρρεύσουν (ακόμα και η Ακρόπολη), από την ηλίθια (ακόμα και για τους ίδιους) διαχείρισή τους από το σύστημα, κάτι επίσης πολύ πιθανό, ενώ ο τουρισμός θα έχει φύγει προς άλλους τόπους, το Καζίνο θα παραμένει μισομαραζωμένο , εξυπηρετούμενο πλήρως από το τεράστιο ξενοδοχειακό συγκρότημα που προβλέπεται γύρω απ’ αυτό, και θα χρειάζεται ελάχιστο συγκριτικά εργατικό προσωπικό. Και στις 2 περιπτώσεις ο παλιός κοινωνικός ιστός, της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας, που αντέχει (έστω κάποια αξιόλογα κομμάτια του) μέχρι σήμερα, θα εξαφανιστεί πλήρως. Θα αντικατασταθεί από ένα περιβάλλον ακραίου και νοσηρού ανταγωνισμού, που θα βλέπει σαν μόνη πιθανή διέξοδο και ελπίδα του τον τζόγο. Βλέπετε, η πολυτέλεια που προσφέρει το Καζίνο θα είναι σε απόσταση αναπνοής. Είναι γνωστό ότι η κατάληξη των ανθρώπων, ιδιαίτερα των προερχόμενων από χαμηλά κοινωνικό-οικονομικά στρώματα, είναι να χρησιμοποιούν βία ή παρανομία για να δανειστούν λεφτά (χωρίς επιστροφή), και η απόλυτη προσωπική και οικογενειακή καταστροφή. Τα παιδιά θα κινδυνεύουν περισσότερο και ανά πάσα στιγμή να παρασυρθούν και να εθιστούν στον τζόγο, και τα σχολεία (αν και όσα έχουν παραμείνει στην περιοχή), θα είναι εφιαλτικός τόπος απόλυτης καταδίκης για τους εκπαιδευτικούς που θα έχουν την «τύχη» να διοριστούν με κάποιον τρόπο στην περιοχή.

 

Φίλοι, γείτονες, εκπαιδευτικοί, ελάτε μαζί μας να αντισταθούμε σ’ αυτές τις εφιαλτικές προοπτικές.


Σημείωση: Αυτό το κείμενο έχει γραφτεί με βάση τα προσωπικά βιώματα, τις αναμνήσεις και τις παρατηρήσεις, τις δικές μου (από το 1966), του Τάκη Ιωάννου (από το 1976), του Αλέξη και της Καλλιρρόης Ιωάννου (από αργότερα) και πολλές συζητήσεις μεταξύ μας. Επίσης από το συνεντευξιακό υλικό από την προπτυχιακή διπλωματική εργασία του Αλέξη Ιωάννου, και τις παρατηρήσεις στις μεταπτυχιακές εργασίες του Τάκη και του Αλέξη Ιωάννου. Τέλος το περισσότερο υλικό για το Καζίνο αντλήθηκε από κείμενο του Πέτρου Πετρίδη, που είναι πλήρως επιστημονικά τεκμηριωμένο.


Από την ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΑΖΙΝΟ

Αγγελοπούλου Νατάσα